κόντημα

κόντημα
το
βλ. κόντεμα.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Look at other dictionaries:

  • κόντεμα — και κόντημα, το [κονταίνω] 1. το αποτέλεσμα τού κονταίνω, βράχυνση 2. το αποτέλεσμα τού κοντεύω, προσέγγιση, πλησίασμα …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”